σμώ

σμώ
-ήω και -άω, Α
1. (ενεργ
και μέσ.) πλένω με σαπούνι ή με αλοιφή («κατέλιπον αὐτὴν σμωμένην ἐν τῇ πυέλῳ», Αριστοφ.)
2. σκουπίζω, καθαρίζω («εἰσιὼν ταῡτα τε καὶ τὰ ἄλλα ἡδύνειν καὶ τὴν κάρδοπον σμῆν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. σμῶ προέρχεται από ασυναίρετο τ. σμήω, με -η- και όχι -- (πρβλ. χρῶμαι, χρήομαι), ενώ ο ενεστ. σμάω είναι μτγν. και ο τ. σμᾶμα τής λ. σμῆμα* είναι σχηματισμένος κατά τους δωρ. τ. Έχει διατυπωθεί, τέλος, η άποψη ότι το ρ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sm-ē(i)- / *sm-ei- «αλείφω, σφουγγίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σμῶ — σμάω wipe pres subj act 1st sg (attic epic ionic) σμάω wipe pres ind act 1st sg (attic epic ionic) σμάω wipe pres imperat mp 2nd sg (ionic) σμάω wipe pres subj act 1st sg (attic epic ionic) σμάω wipe pres ind act 1st sg (attic epic ionic) σμάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμῷ — σμάω wipe pres opt act 3rd sg σμάω wipe pres opt act 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμωδίγγων — σμω̱δίγγων , σμῶδιξ weal fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμώδιγγα — σμώ̱διγγα , σμῶδιξ weal fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμώδιγγας — σμώ̱διγγας , σμῶδιξ weal fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμώδιγγες — σμώ̱διγγες , σμῶδιξ weal fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμώδιγγι — σμώ̱διγγι , σμῶδιξ weal fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμώδιξ — ώδιγγος, ἡ, Α πρήξιμο που προξενείται από χτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας σμη τού ρ. σμῶ* «πλένω, καθαρίζω» (πρβλ. σμώ χώ), μέσω ενός αμάρτυρου προσηγορικού *σμω δ(ο) με το εκφραστικό… …   Dictionary of Greek

  • σμώνη — ἡ, Α καταφορά, ριπή ανέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα σμω τής ρίζας σμη τού ρ. σμῶ* «πλένω, σφουγγίζω, καθαρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • σμώχω — Α 1. τρίβω («καὶ σμώχετ ἀμφοῑν τοῑν γνάθοιν», Αριστοφ.) 2. μτφ. προσβάλλω με ύβρεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα σμω τής ρίζας σμη τού ρ. σμῶ* «πλένω, σφουγγίζω, καθαρίζω» με το ενεστωτικό επίθημα χω (πρβλ. σμή χω) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”